μολπηδόν

μολπηδόν
μολπηδόν (Α)
επίρρ. σαν μολπή, σαν σε τραγούδι («πρῶτον μὲν κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. κλιμακ-ηδόν, κωμ-ηδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μολπηδόν — like a song indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”